- ἑτοῖμα
- ἑτοῖμοςat handneut nom/voc/acc plἑτοῖμοςat handneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑτοίμα — ἑτοί̱μᾱ , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc/acc dual (attic) ἑτοί̱μᾱ , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτοιμα — ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσας — ἑτοιμά̱σᾱς , ἑτοιμάζω get ready fut part act fem acc pl (doric) ἑτοιμά̱σᾱς , ἑτοιμάζω get ready fut part act fem gen sg (doric) ἑτοιμάσᾱς , ἑτοιμάζω get ready aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσα — ἑτοιμά̱σᾱ , ἑτοιμάζω get ready fut part act fem nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμάσαι — ἑτοιμά̱σᾱͅ , ἑτοιμάζω get ready fut part act fem dat sg (doric) ἑτοιμάζω get ready aor inf act ἑτοιμάσαῑ , ἑτοιμάζω get ready aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
Anna Vissi — Infobox musical artist Name = Anna Vissi Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Anna Vissi Alias = Born = birth date and age|1957|12|20 Larnaca, Cyprus Died = Origin = Greece Instrument = Genre = Modern laika, pop, dance… … Wikipedia
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
προϊόν — το, Ν 1. το αποτέλεσμα τής παραγωγής, που μπορεί να είναι είτε υλικό αγαθό, λ.χ. τρόφιμα, ενδύματα, μηχανήματα, είτε άυλο, όπως λ.χ. υπηρεσίες, εφευρέσεις, έργα τέχνης (α. «προϊόντα βιομηχανίας» β.«προϊόν φαντασίας») 2. η απολαβή από την εργασία … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek